Αισθήματα πατρικής αγάπης, χαράς αλλά και συγκινήσεως κατακλύζουν την καρδιά μου αυτήν την ιδιαίτερη στιγμή, κατά την οποία ατενίζω τα πρόσωπα των αγαπημένων πνευματικών μου τέκνων, των Ελλήνων της Ν. Αφρικής και ιδιαιτέρως, σήμερα, των μελών της ευλογημένης και φιλοπροόδου Κοινότητος της Πρετορίας.  

            Πάντοτε ο πατέρας μεριμνά και αγωνιά για την πορεία και την προκοπή των παιδιών του, μη φειδόμενος κόπων και μόχθων, θυσιών και αγρυπνιών γι΄ αυτά, αλλά και αγάλλεται και καυχάται όταν παρατηρεί την επιτυχή και καλλίκαρπη ανέλιξη και πρόοδο τους.

            Χαίρομαι λοιπόν διότι λόγος σημαντικός και χρέος πατρικό οδήγησε τα βήματά μου κοντά σας. Ευρίσκομαι εδώ για να συνεορτάσουμε την εκατονταετή παρουσία σας στην όμορφη πόλη της Πρετορίας και να γευθούμε πνευματικά μαζί τους εύχυμους καρπούς της ανωφερικής διαδρομής του ελληνισμού στην εσχατιά της αφρικανικής ηπείρου, η οποία υπήρξε οπωσδήποτε κοπιώδης μέσα από τους νοητούς Λαιστρυγόνες και τις αλλότριες Σειρήνες της ξενητιάς.

            Όπως κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες διεσκορπίσθησαν σε όλη την έκταση της τότε “οικουμένης”, από τις στήλες του Ηρακλέως, το σημερινό Γιβραλτάρ, μέχρι τις μακρινές Ινδίες και από τον Καύκασο ως τα παράλια της Βορείου Αφρικής, επισφραγίζοντας τους τοπικούς πολιτισμούς που συνήντησαν με το αθάνατο ελληνικό πνεύμα, το ίδιο οικουμενικές είναι οι διαστάσεις και της ελληνορθόδοξης παρουσίας των νεοτέρων συνελλήνων στις πέντε ηπείρους.

            Παρακολουθώντας την αγωνιώδη πορεία των μεταναστών αδελφών μας στην ιστορική τους διαδρομή, παρατηρούμε τον βαθμό αντιστάσεώς τους και τις αντοχές των πνευματικών αντισωμάτων τους στις ξένες επιρροές, ή ακόμη και τον βαθμό της αφομοιώσεως ή του είδους του συμβιβασμού τους, εν ολίγοις προσεγγίζουμε την ψυχοσύνθεση και την πορεία τους μέσα στην οικουμενικότητα του χώρου και του χρόνου, πάντοτε υπό το πρίσμα των αρχών και των αξιών του Γένους μας .
           
            Τρία στοιχεία, κατά τους αρχαίο ελληνικό κόσμο, αποτελούν τα χαρακτηριστικά ενός λαού: το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον» και το «ομόθρησκον».

            Το όμαιμον αναφέρεται στην κοινή καταγωγή, στο κοινό αίμα, αυτό που για εμάς τους Έλληνες αποτελεί το καύχημά μας, το διάδημα της δόξας του έθνους μας. Αυτό το κοινό αίμα ο λαός μας δεν δίστασε ακόμη και να το χύσει στους ηρωικούς, ανά τους αιώνες, αγώνες του, προκειμένου να υπερασπισθή τα αθάνατα ιδανικά του. Και αυτό το κοινό αίμα αποτελεί το συνεκτικό κρίκο του ελληνισμού, οπουδήποτε και αν έφτασε και εμεγαλούργησε, όπως συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει και εδώ, στο πέρας της Αφρικής.

            Το ομόγλωσσον είναι ο τρόπος της επικοινωνίας μας, η κοινή μας γλώσσα. Η περιάκουστη και αδάμαστη ελληνική γλώσσα, η πλουσιότερη του κόσμου στην έκφραση των συναισθημάτων, στην έκφραση της δύναμης του αθανάτου ελληνικού πνεύματος, ακόμη και στην φανέρωση των ουράνιων αληθειών αυτού του Ευαγγελικού λόγου. Αυτή η γλώσσα, που στην εκατονταετή σας παρουσία και εσείς εδώ κρατήσατε αλώβητη, έγινε το μέσο του εκπολιτισμού άλλων λαών και η ολκάδα, που μετέφερε τα σωτηριώδη μηνύματα του Θεανθρώπου Ιησού στα πέρατα της οικουμένης.

            Και το τρίτο στοιχείο είναι το ομόθρησκον, η κοινή πίστη στον ένα Θεό. Αυτή η πίστη προσφέρει την δύναμη για αγώνες, καθίσταται αστείρευτη πηγή ελπίδος, καθίσταται λουτήρας αναγεννήσεως, χάριτος και προσδοκίας. Τις ρίζες του δέντρου της πίστεώς μας στον Τριαδικό Θεό η Εκκλησία μας πότισε με το αίμα το παιδιών της, με το αίμα των Πατριαρχών, των κληρικών και του πληρώματος, ωστέ να μείνει ακλόνητη, ισχυρή, αγνή και ανόθευτη. Την πίστη του ο Έλληνας την μετέφερε παντού, όπου κι αν έφτασε, οπουδήποτε κι αν πήγε. Από αυτήν άντλησε δύναμη, γύρω απο αυτήν συσπειρώθηκε και σε αυτήν κατέφυγε, μέσα στην τύρβη των αλλοτρίων πολιτισμών, των διαφορετικών φυλών και των θρησκειών. Έτσι μικροί ή μεγαλύτεροι ορθόδοξοι ναοί ανηγέρθησαν στα πέρατα της οικουμένης. Η φλόγα της κανδήλας ενώπιον της εικόνας του Χριστού και Μητέρας Παναγίας δεν έσβησε και το λιβανωτό, μαζί με την ελληνική λαλιά του Ευαγγελίου, κατέστη η παρηγοριά του απόδημου, το κλέος και το καύχημά του.

            Αγαπητά μου παιδιά,    

            Σήμερα συνεορτάζουμε τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητος της Πρετορίας και της συνεπαγομένης, ουσιαστικά, συγκρότησης της πρώτης ελληνικής Ενορίας σε αυτήν. Η σκέψη μου, υπό τις προϋποθέσης που προηγούμενως σας ανέπτυξα, στρέφεται στους πρώτους 120 αειμνήστους αδελφούς μας, οι οποίοι το έτος 1906 συγκρότησαν τα πρώτα οργανωμένα ελληνικά σωματεία της Πρετόριας, την «Εταιρεία ο Ελληνισμός» και την «Πανελλήνια Ευεργετική Εταιρεία», που αργότερα επανίδρυσαν υπό το όνομα «Ερμής». Την  1η Ιουλίου 1908 συνέστησαν επίσημα την Ελληνική Κοινότητα Πρετορίας και λίγο αργότερα, ύστερα από πρόσκλησή τους, κατέφτασε ο πρώτος ιερέας τους, ο Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Νικολόπουλος, για να ξεκινήσει η προσπάθεια της ανοικοδομήσεως του πρώτου Ναού τους, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

            Οι πρώτοι μετανάστες αδελφοί μας, φτάνοντας εδώ σε αναζήτηση ειρηνικής, ασφαλούς και ανώτερης διαβίωσης, έφεραν στις καρδιές τους τις αρχές του Γένους μας, τη διατήρηση της γλώσσας, της ιστορικής μνήμης και της πατρώας ευσέβειας. Η Κοινότητα και ο Ναός υπήρξαν το κέντρο της ζωής τους. Ο οίκος της Πατρίδος και ο οίκος του Θεού υπήρξαν η αισθητοποίηση της ελληνικής τους ταυτότητος και της ορθοδοξίας τους. Σε αυτά αντικατοπτρίζεται η οντότητά τους, η πίστη τους και ο πολιτισμός τους.     

            Είσθε λοιπόν άξιοι κάθε επαίνου, διότι σήμερα, 100 χρόνια μετά από τα πρώτα οργανωμένα βήματα των πατέρων σας σε αυτήν την ευλογημένη χώρα, κρατάτε την σκυτάλη της ιστορίας ακλόνητη και συνεχίζετε την παρακαταθήκη τους ανόθευτη.

            Καυχάται η παλαίφατη Εκκλησία των Αλεξανδρέων για εσάς, τα πνευματικά αναστήματα του Αποστολικού και Πατριαρχικού Θρόνου του Αγίου Μάρκου. Καυχάται ο Πατέρας και Πατριάρχης σας για τα τέκνα του, διότι ως άξιοι συνεχιστές των προγόνων σας όχι μόνον δεν μειοδοτήσατε, αλλά προχωρήσατε ακόμη περισσότερο, προοδεύσατε, μεγαλουργήσατε και συνεχίζετε να μεγαλουργείτε χωρίς να απεμπολήσετε το πατρώο εθνικό φρόνημα και την ζωηφόρο πίστη μας.

            Αδελφοί μου,

            Να θυμάσθε πάντοτε ότι η ζωή και η πορεία όλων μας, ατομική και συλλογική, εξαρτάται και κατευθύνεται από τον Θεό. Εκείνος είναι ο διέπων τα πάντα. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: « Πιστός ο Θεός, ος…ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν, του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α’ Κορ.10, 13), δηλαδή ο Θεός, κοντά στην δοκιμασία, προσφέρει και την σωστή έκβαση, ώστε να μπορούμε να ξεπερνούμε τους σκοπέλους της ζωής.

            Η Εκκλησία σας, το μαρτυρικό και ένδοξο Πατριαρχείο μας, ως φιλόστοργη μητέρα αγρυπνεί και μεριμνά για εσάς.

            Εσείς καλείσθε να παραμείνετε αγωνιστές και φρυκτωροί των ελληνορθοδόξων αρχών και αξιών της φυλής μας στον παρόντα αιώνα, στην σύγχρονη και διαρκώς μεταβαλλόμενη παγκόσμια κοινωνία, ως τίμια μέλη της ομογένειας και ένδοξοι κλώνοι της παρακαταθήκης του Αποστόλου Μάρκου, αγωνιζόμενοι με σύνεση, με αδελφοσύνη, με πνεύμα αλληλοεξυπηρετήσεως και αυτοθυσίας, τίμιοι με τον εαυτό σας, τίμιοι με την ιστορία, τίμιοι με την Ορθοδοξία.

            Αυτή θα είναι η καλύτερη απόδοση του χρέους προς τους πρώτους πατέρες σας που κατέφθασαν εδώ, αλλά και ο έπαινος των επιγόνων προς εσάς.

            «Ο δε πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρακλήσεως» να είναι πάντοτε μαζί σας. Χριστός Ανέστη! Χρόνια πολλά!