Ομιλία

της Α.Θ.Μακαριότητος

25η Οκτωβρίου 2007, Παρνασσός-Αθήνα

(Μνήμη Πατριαρχών Νικολάου Στ’ & Παρθενίου Γ’)

 

            Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Βελεστίνου, εκπρόσωπε του Μακ.Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κύριε Δαμασκηνέ

            Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι,

            Εντιμότατοι Εκπρόσωποι των Αρχών,

            Ελλογιμώτατοι Καθηγηταί,

            Εκλεκτοί Οφφικίαλοι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας

            Αγαπητοί Πάντες.

 

       Ο παλαίφατος και αποστολικός θρόνος του αγίου ευαγγελιστού Μάρκου τιμά σήμερα την ιστορία και την παράδοσήν του, με την εκδήλωση αυτή προς τιμήν των αοιδίμων Πατριαρχών Αλεξανδρείας Νικολάου Στ΄ και Παρθενίου Γ΄, παραλλήλως δε και με την παρουσίασιν ενός μέχρι τούδε ανεκδότου ογκώδους πονήματος περί την ιστορίαν του Πατριαρχείου μας, που αποτελεί έργον ενός Άρχοντος Μεγάλου Υπομνηματογράφου του Αλεξανδρινού Θρόνου, του αειμνήστου Γεωργίου Κηπιάδου. Οι προσωπικότητες των δύο Πατριαρχών και του λογίου και οφφικιάλου συγγραφέως της αλεξανδρινής εκκλησιαστικής ιστορίας συνδέονται μεταξύ των με μίαν εσωτερικήν και ουσιώδη σχέσιν, η οποία αφορά εις την πορείαν της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας εντός του ιστορικού χρόνου.

       Και οι δύο τιμώμενοι μεγάλοι Πατριάρχαι, κατά το διάστημα της πατριαρχικής διακονίας των, έλαβαν αποφάσεις που καιρίως επροσδιόρισαν την πορεία και το μέλλον του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής. Κατά τούτο δε η πατριαρχεία τους υπήρξε σημαντική, επειδή συνέβαλαν καθοριστικά εις την διαμόρφωσιν της σημερινής φυσιογνωμίας, την οποία επιδεικνύει το Πατριαρχείο μας εις την ιεραποστολικήν, φιλανθρωπικήν και πνευματικήν δράσιν του, και η οποία το προσδιορίζει εις τα πλαίσια του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, και μάλιστα εντός της πνευματικής ολοκληρώσεως που προσδιορίζεται υπό την έννοιαν της καθ’ ημάς Ανατολής.

        Ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Στ΄ εκράτησε το πηδάλιον του σκάφους της Αλεξανδρινής Εκκλησίας από το 1968 ως το 1986, διαδεχόμενος τον επίσης υψιπετή Πατριάρχη Χριστοφόρο Β΄. Εξ αρχής ευρέθη αντιμέτωπος με σωρεία προβλημάτων, το κυριώτερον των οποίων ήταν η δραματική συρρίκνωση του ποιμνίου του στην Μεγάλη Πόλη της Αλεξανδρείας, και στην φιλόξενη χώρα της Αιγύπτου γενικότερα, γεγονός που επιδείνωνε την ήδη βασανιστική διοικητική απορρύθμιση του Πατριαρχείου, την οφειλομένη σε ποικίλες και πιεστικές ιστορικές συγκυρίες και καιρικές περιστάσεις.

       Εις τον Πατριάρχην Νικόλαον οφείλεται η εγκατάστασις των διοικητικών υπηρεσιών και των ενδιαιτημάτων των κληρικών από την Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα εις το περικαλλές και ευρύχωρον κτήριον της πρώην Τοσιτσαίας Δημοτικής Σχολής Αλεξανδρείας, όπου και μέχρι σήμερα στεγάζεται το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής, μετά μάλιστα την πρόσφατον ανακαίνισιν των σχετικών χώρων. Παραλλήλως, ο Πατριάρχης Νικόλαος συνέχισε το ιεραποστολικόν έργον του Αλεξανδρινού Θρόνου, ιδρύων τας Ιεράς Μητροπόλεις Ζιμπάμπουε, με έδρα την Χαράρε, και Καλής Ελπίδος, με έδρα το Κέηπ Τάουν της Νοτίου Αφρικής. Κυρίως όμως επεξέτεινε τους ορίζοντες του Πατριαρχείου, φροντίζοντας όπως επί της τετιμημένης πατριαρχείας του εκλεγούν και χειροτονηθούν οι τρεις πρώτοι ιθαγενείς Αφρικανοί επίσκοποι. Με την πράξη αυτή, το ιεραποστολικό μας έργο έλαβε νέα πνοή, και οικοδομήθηκε σε περισσότερο στέρεες βάσεις, ώστε να αποδώσει, στις μέρες μας, τους πνευματικούς καρπούς, τους οποίους απολαμβάνουν πολλοί λαοί και φυλές της Αφρικής, εις ολόκληρον σχεδόν την έκτασιν της Μαύρης Ηπείρου.

         Με τα έργα του αυτά, ο Πατριάρχης Νικόλαος ανεδείχθη ο κατά μείζονα λόγον Πατριάρχης της καταλλαγής, ο οποίος διηύρυνε τους ορίζοντας και την εν γένει ποιμαντικήν δράσιν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εις νέους τομείς, οίτινες και απετέλεσαν έκτοτε την κυριωτέραν ποιμαντικήν μέριμνά του. Διεμορφώθη έτσι η νέα φυσιογνωμία του Πατριαρχείου μας, που αγκαλιάζει πλέον ολόκληρη την Αφρική, προσφέροντας την ευαγγελική μαρτυρία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της μεγάλης αυτής ηπείρου.

        Τον Πατριάρχη Νικόλαο Στ΄ διεδέχθη, μεταστάντα προς Κύριον, ο Πατριάρχης Παρθένιος Γ΄, ο δεινός οιακοστρόφος της αλεξανδρινής σωτηριώδους εκκλησιαστικής νηός, από το 1987 έως το 1996, οπότε και εκοιμήθη αιφνιδίως και οσιακώς. Ο Πατριάρχης Παρθένιος, γόνος του Ελληνισμού της Αφρικής, έγινε γνωστός σε παγχριστιανικό και διεθνές επίπεδο, κυρίως λόγω των πρωτοβουλιών του σχετικώς με τον διάλογο μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών. Δρων εντός και δια του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, προώθησε σημαντικότατα τον διάλογο της Ορθοδοξίας με τις αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες, καθιστάμενος τοιουτοτρόπως ο κατεξοχήν Αλεξανδρινός Προκαθήμενος των διαλόγων, και ο αναγνωριζόμενος ανά την υφήλιο ως Πατριάρχης της αγάπης.

         Επί της πατριαρχείας του, ο αοίδιμος Παρθένιος Γ΄ μερίμνησε δια την μεγίστην ανάπτυξιν του ιεραποστολικού έργου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, εξειδικεύων αυτό εις τον ποιμαντικόν, τον κοινωνικόν, τον φιλανθρωπικόν και τον εκπαιδευτικόν τομέα. Παρά τις δυσκολίες και την ύπαρξη πανιχρών οικονομικών μέσων, ο καλός Πατριάρχης και ποιμένας έτρεφε απεριόριστον εμπιστοσύνην και ατελεύτητον αισιοδοξίαν εις την θεία πρόνοια, επίστευε δε εδραίως ότι ο δομήτωρ της Εκκλησίας Κύριος δεν θα εγκατέλειπε το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής, το οποίο, κατά την προσφιλή έκφρασίν του επρόκειτο να προχωρήσει, επειδή «το θέλει ο Θεός», καθώς συνήθιζε να λέγει.

             Με τα έργα του αυτά, ο Πατριάρχης Παρθένιος εισήγαγε και πάλιν την Αλεξανδρινήν Εκκλησίαν εις το παγκόσμιον ιστορικόν προσκήνιον, αποκλείων και διαλύων την εσωστρέφειαν και την καθήλωσιν, οι οποίες συχνά προσδιόριζαν την ιστορία της. Κατέστη έτσι γνωστόν εις ολόκληρον την υφήλιον ότι η λυχνία του αποστολικού θρόνου του Αγίου Μάρκου συνέχιζε να καίει, και να φωτίζει πνευματικώς και εκκλησιαστικώς τους ανά την γη ορθοδόξους, αλλά και τον χριστιανικόν κόσμον γενικότερα.

           Τέλος, το έργο που απόψε θα παρουσιαστεί έχει ως συγγραφέα στενόν συνεργάτην του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Νικάνορος, τον Άρχοντα Μέγα Υπομνηματογράφο του Αλεξανδρινού Θρόνου Γεώργιο Κηπιάδη, εκ της μεγαλονήσου Κύπρου. Το έργο αυτό, απόσταγμα πείρας, μελέτης, σοφίας και αγάπης, ευρίσκεται ανέκδοτο, σε αυτόγραφο του συγγραφέα, στην καθ’ ημάς Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, απεφασίσθη δε η έκδοσίς του ένεκα της μεγάλης ιστορικής σπουδαιότητος που παρουσιάζει, ως μία συνολική και πρωτότυπος διαπραγμάτευσις της ιστορίας του Πατριαρχείου μας. Από μίαν μάλιστα άποψιν, το έργον του Γεωργίου Κηπιάδη παρουσιάζει διαχρονικώς την κρηπίδα όπου εδράσθη η δράσις και το έργον των αοιδίμων Πατριαρχών Νικολάου Στ΄ και Παρθενίου Γ΄, εις τους οποίους είναι, ως προανεφέρθη, αφιερωμένον το πρώτον μέρος της αποψινής εκδηλώσεως. Η δράσις των, τα έργα και αι ημέραι των, αποτελούν συνέχειαν της ιστορίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, συνέχεια των πόνων, των κόπων, των βασάνων, των προσδοκιών, των αγώνων και των προσευχών όλων των μακαριστών προκατόχων μας, οι οποίοι πιστοί εις το χρέος των υπηρέτησαν την Εκκλησίαν του Χριστού εν μέσω δυσχερειών, αντιξοοτήτων και προβλημάτων, συχνά δε και απειλών κατά της σωματικής των ακεραιότητος, και επιβουλών ακόμη εναντίον της ζωής των.

            Τους δύο Πατριάρχας και το ιστορικόν έργον του Γεωργίου Κηπιάδη συνδέουν οι συνεκτικοί δεσμοί της Αλεξανδρινής Πατριαρχικής Ιστορίας, εις την κρίσιν της οποίας τελικώς απόκειται εκάστη ενέργεια και πράξις εντός του σκάφους της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Δια τον λόγον μάλιστα αυτόν η έκδοσις του έργου του Κηπιάδου εντάσσεται εις την ούτω πως εγκαινιαζομένην επιστημονικήν και εκδοτικήν σειράν «Πηγές και Τεκμήρια Πατριαρχικής Ιστορίας», η οποία εκδίδεται από την ανακαινισμένην Πατριαρχικήν Βιβλιοθήκην, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής. Ευελπιστούμεν και προσδοκώμεν ότι χάριτι και ευλογία Θεού θα μπορέσουμε να δημοσιεύσουμε στη σειρά αυτή και άλλα ιστορικά έργα, πηγάς, συλλογάς εγγράφων, χειρογράφους ιστορικούς κώδικας και αξιολόγους και πρωτοτύπους μαρτυρίας, περί την πλουσίαν και μοναδικήν ιστορίαν του Πατριαρχείου μας και των κατά καιρούς Προκαθημένων του.

             Αποτελεί αυτό χρέος οφειλόμενον εις το έργον και τους κόπους τόσων και τόσων ορθοδόξων χριστιανών, από των Πατριαρχών έως και του τελευταίου λαϊκού, που μερίμνησαν ώστε το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής να μείνει ζωντανό εις τους αιώνας, και να γνωρίζει σήμερα μία νέα περίοδο δράσεως, η οποία, με την χάρη και την ευλογία του Παναγάθου Θεού και τις πρεσβείες του αποστόλου και ευαγγελιστού Μάρκου, επεκτείνεται χρονικώς και χωρικώς, εις τρόπον ώστε να καλύψει, κατά τα μέτρα των δυνατοτήτων μας, τις πνευματικές, ποιμαντικές, κοινωνικές και φιλανθρωπικές ανάγκες ολοκλήρου της Αφρικής, και των εμπεριστάτων και δεινοπαθούντων ανθρώπων της. 

             Κυρίες και κύριοι, αγαπημένα παιδιά μου,

            Στην Εκκλησία μας υπάρχει και λειτουργεί κυριαρχικώς η έννοια και η πρακτική της αποστολικής διαδοχής, της στηρίξεως δηλαδή των νεωτέρων εις το έργον και την παράδοσιν των προγενεστέρων. Συγκροτείται έτσι μία νοητή γραμμή, η οποία φτάνει μέχρις και των αποστολικών χρόνων, μέχρι τους ιδίους τους Αποστόλους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι, ως γνωστόν, έλαβαν την ιδιότητα της πνευματικής εξουσίας και πατρότητος, την εντολήν της διδαχής και την χάριν της ιεροπραξίας των μυστηρίων από τον ίδιο τον Κύριό μας, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Την παράδοσιν αυτήν, εξειδικευμένην εις τα της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, τιμώμεν απόψε, εν των προσώπω και τω έργω των αοιδίμων Πατριαρχών Αλεξανδρείας Νικολάου Στ΄ και Παρθενίου Γ΄. Εις την παράδοσιν άλλωστε αυτήν, της οποίας κατεξοχήν εκφραστές και εγγυητές υπήρξαν οι δύο Πατριάρχαι, αναφέρεται και η σειρά ιστορικών εκδόσεων, την οποίαν απόψε παρουσιάζομεν δια του πρώτου βιβλίου της.

            Η ιεραποστολική παράδοσις του Πατριάρχου Νικολάου και η παράδοσις των διαλόγων του Πατριάρχου Παρθενίου, δηλαδή οι παραδόσεις της καταλλαγής και της αγάπης, συνεχίζουν να φωτίζουν τον δρόμο, τους σχεδιασμούς και τις πράξεις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής. Το έργον των συνέχισε επιτυχώς ο αοίδιμος προκάτοχός μας Πατριάρχης Πέτρος Ζ΄, κατά την διάρκειαν της συντόμου αλλά μεστής και καρποφόρου πατριαρχείας του. Και εις αυτό το έργον εδράζεται και η ημετέρα ταπεινή πατριαρχική διακονία, στόχος της οποίας είναι τόσον η ανάδειξις του Αλεξανδρινού Θρόνου, όσον και η εξάπλωσις της ιεραποστολικής δράσεως, εις τρόπον ώστε να ανακουφισθούν οι πάσχοντες αφρικανικοί πληθυσμοί από τις ασθένειες, τον αναλφαβητισμό, τις χείριστες συνθήκες διαβιώσεως και την πείνα, που τους ταλαιπωρούν και τους αποδεκατίζουν.

             Τιμούμε απόψε τους Πατριάρχας Νικόλαο Στ΄ και Παρθένιο Γ΄, προσευχόμενοι υπέρ αναπαύσεως των μακαρίων και αγίων ψυχών των, αλλά και υποσχόμενοι ότι «ποτέ από το χρέος μη κινούντες», κατά τον Αλεξανδρινόν ποιητήν, θα συνεχίσωμεν, όση δύναμις, να προσευχόμεθα και να ενεργούμε για την συνέχιση των πνευματικών παρακαταθηκών και της εξέχουσας εκκλησιαστικής κληρονομίας, την οποία κατέλειπον εις την Αλεξανδρινήν Εκκλησίαν πρωτίστως, αλλά και εις την οικουμενικήν ορθοδοξίαν σύμπασαν, κατά την διαδοχήν των γενεών, και άχρις του τέλους του αιώνος τούτου.

            Κατακλείοντες, ευχόμεθα όπως οι δύο Πατριάρχαι, από την θριαμβεύουσα Εκκλησία όπου ευρίσκονται «εν σκηναίς δικαίων», επευλογούν πάντας τους κοπιάσαντας δια την πραγματοποίησιν της ωραίας και καρποφόρου εκδηλώσεως αυτής, καθώς και όλους υμάς τους προσελθόντας και παρακολουθούντας αυτήν, πανοικεί και εις το διηνεκές.