image_pdfimage_print

          Την 10η Οκτωβρίου ε.ε. η Α.Θ.Μ. ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ.Θεόδωρος Β’, πλαισιούμενος από τον Σεβ.Γέρων Μητροπολίτη Αξώμης κ.Πέτρο και τον Σεβ.Μητροπολίτη Πηλουσίου κ.Καλλίνικο, συμμετείχε στις εργασίες της πρώτης ημέρας της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες έλαβαν χώρα στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου Κωνσταντινουπόλεως, υπό την προεδρία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου.

           Μετά την προσφώνηση του Παναγιωτάτου προς τους σεπτούς Προκαθημένους, ο Μακαριώτατος αντιφώνησε εκ μέρους του Σώματος των Πρωθιεραρχών την ΑΘΠ ως εξής׃

           «Παναγιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικέ Πατριάρχα
, σεβασμιοπόθητε και τετιμημένε Αδελφέ κύριε Βαρθολομαίε, 

             Μακαριώτατοι σεπτοί Πατριάρχαι και Αρχιεπίσκοποι, Άγιοι Αδελφοί Προκαθήμενοι και Εκπρόσωποι των Αγιωτάτων Αυτοκεφάλων και Αυτονόμων Ορθοδόξων του Χριστού Εκκλησιών,

            Όντως “σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγεν” επί το αυτό, εις την μαρτυρικήν Κωνσταντινούπολιν, πάντας τους Πρωθιεράρχας, τους αίροντας τον Σταυρόν του Χριστού και των Εκκλησίων Τους εις τα διάφορα σημεία του κόσμου, τη ευλογημένη πρωτοβουλία και τιμία κανονικη προσκλήσει Υμών, Παναγιώτατε Οικουμενικέ Πατριάρχα, διά να συσκεφθώμεν επί μειζόνων εκκλησιαστικών ζητημάτων, με την ευκαιρίαν του έτους του Αγίου Αποστόλου Παύλου, των σχετικών εορτασμών της δισχιλιετηρίδος από της γεννήσεώς του και του συναφούς Πνευματικού Συμποσίου.

            Δοξάζοντες όθεν τό όνομα του Θεού διά την μεγάλην χαράν και ευλογίαν αυτήν, χαιρετίζομεν από μέρους της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Εκκλησίας του Αποστόλου Μάρκου, του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, έναν προς έναν πάντας τους παρόντας Αγιωτάτους σεπτούς Αδελφούς, κατασπαζόμενοι αυτούς φιλαδέλφως, και προσαγορεύμεν υπερήδιστα: “Ο Χριστός εν μέσω ημών” Αδελφοί, “και έστι και έσται πάσας τας ημέρας της ζωής ημών“! Εκφράζομεν δε πολλήν και βαθυκάρδιον ευχαριστίαν προς Υμάς, Παναγιώτατε και Θειότατε Οικουμενικέ Πατριάρχα, ο οποίος ως Πρώτος εν μέσω ημών συνεκαλέσατε ημάς εις το Σεπτόν τούτο Κέντρον της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας, το εκπέμπον το φως της Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας εις τα πέρατα του κόσμου, ως ο περίβλεπτος Φάρος της Αλεξανδρείας, όστις συνηριθμείτο μεταξύ των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου.

            Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ουδέποτε έπαυσε ανά τους αιώνας, να δίδη προς πάντας πειστικόν παράδειγμα άρσεως του Σταυρού του Χριστού και περιφοράς του ονειδισμού Του και υπομονής ησυχαστικής και αναστασίμου ελπίδος. Και ουδέποτε έπαυσε να προσφέρη θυσιαστικώς την αδελφικήν συμπαράστασιν και τον εν Κυρίῳ επιστηριγμόν προς πάσαν Εκκλησίαν, εν πνεύματι ευθύνης ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας.

            Πάντες οι παρόντες, άνευ εξαιρέσεως, έχομεν πολυαιωνίους ισχυρούς δεσμούς μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανθ’ ων κατά καιρούς απηλαύσαμεν παρά της Βασιλίδος Κωνσταντινουπόλεως, ως και ο καθ’ ημάς Αλεξανδρινός Θρόνος, ο οποίος δύο Αγίους Πατριάρχας έδωκεν το πάλαι εις Αυτό, τον πολύν Μελέτιον Πηγάν, ως Επιτηρητήν, και τον Ιερομάρτυρα Κύριλλον Λούκαριν, αμφοτέρους Κρήτας και δη εκ της περιωνύμου Ιεράς Μονής Αγκαράθου, εξ ης και η Μετριότης ημών προέρχεται, δις επίσης εκοσμήθη κατά τον 19ον και 20ον αιώνα, υπό διακεκριμένων Πατριαρχών πρώην Κωνσταντινουπόλεως, του Σωφρονίου Βυζαντίου και του μεγαλοπνόου Μελετίου Μεταξάκη του Κρητός. Ιδιαιτέραν, ως εκ τούτου, άνεσιν αισθανόμεθα ευρισκόμενοι σήμερον, διά μίαν εισέτι φοράν, εις τας αγίας ταύτας αυλάς, και συγκίνησιν και χαράν, ως όντες κυριολεκτικώς εις τα ίδια.  Εις τούτο συντελεί μεγάλως και το τίμιον αδελφικόν πρόσωπον Υμών, Παναγιώτατε, με την πολύτιμον αγάπην, την εγνωσμένην αρχοντιάν και την πλουσίαν δοχήν και φιλοξενίαν, δια των οποίων πάντοτε περιβάλλετε πάντας τους εν τῃ Εκκλησία συγκυρηναίους Πρωθιεράρχας.

            Οι δεσμοί ούτοι σφυρηλατήθησαν έτι περαιτέρω, από της αρξαμένης, εν έτει 1992, πρωτοβουλίας Υμών, περί της Συνάξεως των Ορθοδόξων Προκαθημένων, η οποία, πληρούσα χαροποιού ελπίδος το Χριστεπώνυμον Πλήρωμα, κατέστη πλέον απαραίτητος εις την συνέχισίν της, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, διεξαγομένη πάντοτε εν αδιαμφισβήτω πνεύματι εκτενούς αγάπης, συνοδικής συνειδήσεως, κοινής ιστορικής ευθύνης και αρραγούς αδελφικής ενότητος.

            Εν τούτω τω πνευμάτι, υπάρχουν κύρια σημεία, εντός των οποίων εκδηλούται και εκφράζεται η θεολογική και εκκλησιαστική ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών επί όλων των γνωστών τομέων της πίστεως, της παραδόσεως και των επι μέρους λατρευτικών βιωμάτων, τους οποίους επιτρέψατέ μου εν συντομία να επισημάνω:

1. η ενότης της πίστεως, ως εκδηλούται εις την ιστορικώς αδιαμφισβήτητον και θεολογικώς ομοιότυπον έκφρασιν και αποδοχήν των αυτών δογμάτων και κεφαλαιωδών διδασκαλιών της Μίας, Αγίας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας ημών,

2. η ενότης της ιεράς Παραδόσεως, ως εμφαίνεται εις την ζώσα και διά ζώσης μεταβιβασθείσα διδασκαλία του Κυριού και των Αποστόλων, την παρά την Αγίαν Γραφήν και συν τη Αγία Γραφή αποτελούσα την ετέραν πηγήν της Αποκαλύψεως. Η Παράδοσις αύτη, ως παρακαταθήκη ουσιωδώς ίση και παράλληλος προς την Γραφήν, αποτελεί κοινόν θησαυρόν πασών των κατά τόπους Αγιωτάτων Εκκλησιών  και,

3. η ενότης της λατρείας, ως εκφράζεται, τούτο μεν, υπό την διέπουσαν  σύμπασαν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν αντίληψιν του προσκυνείν και λατρεύειν τον Τριαδικόν Θεόν, τούτο δε, διά της υπό τους αυτούς λατρευτικούς τύπους, τας αυτάς ευχολογίας, τα αυτά ιερά μυστήρια εκδηλουμένης κοινής λατρευτικής ζωής, εν τη ποικιλία των γλωσσών.

            Επικαλούμενοι ουν Αδελφοί τον φωτισμόν του Παρακλήτου και έχοντες την ευλογίαν της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους των Ορθοδόξων, τας ευχάς των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Πρωτοκλήτου Ανδρέου, του Ευαγγελιστού Μάρκου και των λοιπών, και πάντων των Αγίων, και ενισχυόμενοι από τας προσευχάς των Χριστεπωνύμων πληρωμάτων των καθ’ ημάς αγιωτάτων Εκκλησιών, δεύτε χωρήσωμεν επί τα πρόσω, “την αυτήν αγάπην έχοντες σύμψυχοι, το έν φρονούντες” (Φιλ.2,2), “προσλαμβανόμενοι αλλήλους, καθώς και ο Χριστός προσελάβετο ημάς εις δόξαν Θεού”(Ρωμ.15,7) ». 

            Οι εργασίες της Συνάξεως συνεχίσθησαν έως το βράδυ της ιδίας ημέρας.